εκτουρκίζω

εκτουρκίζω
εκτούρκισα, εκτουρκίστηκα, εκτουρκισμένος, μτβ.
1. μεταβάλλω κάτι σε τουρκικό ή ανθρώπους άλλης εθνικότητας σε Τούρκους.
2. το μέσ., εκτουρκίζομαι τουρκεύω, γίνομαι Τούρκος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εκτουρκίζω — 1. μεταβάλλω κάποιον σε Τούρκο ή κάτι σε τουρκικό, ανθρώπους άλλης εθνικότητας μεταβάλλω σε Τούρκους 2. μέσ. εκτουρκίζομαι γίνομαι Τούρκος, τουρκεύω …   Dictionary of Greek

  • εκτουρκισμός — ο 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκτουρκίζω, το τούρκεμα 2. η προσαρμογή λέξεων άλλων γλωσσών στο τυπικό τής Τουρκικής …   Dictionary of Greek

  • εξαλβανίζω — εξαλβάνισα, εξαλβανίστηκα, εξαλβανισμένος, μτβ., μεταβάλλω κάτι σε αλβανικό ή ανθρώπους άλλης εθνικότητας σε Αλβανούς (πρβλ. εκβουλγαρίζω, εκτουρκίζω) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”